-
1 πανάκεια
A universal remedy, panacea, Longin.38.5, Ph.1.215, Gal.13.766.2 name of a healing herb or its juice (cf.πανακής 11
), Call.Ap.40, etc.;πανακείας ῥίζα Gal.14.156
; Hercules' woundwort, Opopanax hispidus, Thphr.HP9.15.7.b = λιγυστικόν, Laserpitium garganicum, Ps.-Dsc. 3.51.c = ἄρκιον, Id.4.106.3 Pythag. name for six, Theol. Ar.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάκεια
См. также в других словарях:
αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… … Dictionary of Greek